ΦΩΤΙΑ ΣΤΑ ΓΕΝΙΚΑ ΕΠΙΤΕΛΕΙΑ!
Αγωνιζόμαστε για την "ΣΥσπείρωση της ΡΙΖοσπαστικής Αριστεράς" στην κατεύθυνση της κοινής δράσης στους μαζικούς χώρους και τα κοινωνικά κινήματα, και παράλληλα για την πολιτική της συγκρότηση σε ένα ενιαίο αμεσοδημοκρατικό πολιτικό φορέα

Σάββατο 19 Απριλίου 2014

Οικονομισμός ΑΕ




  Αναδημοσίευση από το "Nomadic universality"
του Άκη Γαβριηλίδη

Πρόσφατα παρακολούθησα κάποια από τις προβολές του ντοκυμανταίρ «Φασισμός ΑΕ» των Άρη Χατζηστεφάνου – ΆρηΤριανταφύλλου.

Η ταινία με άφησε με ανάμικτα συναισθήματα, και όσο απομακρύνομαι από την άμεση επαφή με αυτήν, στο μυαλό μου υπερτερούν τα προβληματικά της σημεία και τείνουν να καταπνίξουν τα όποια θετικά.

Καταρχάς, ο «Φασισμός ΑΕ» εντάσσεται ανυπόκριτα στην παράδοση του παιδαγωγικού-προπαγανδιστικού κινηματογράφου: θέλει να τεκμηριώσει και να εκλαϊκεύσει μία αναλυτική και ταυτόχρονα πολιτική θέση.

Ουδέν πρόβλημα μέχρι εδώ· οι δημιουργοί είναι έντιμοι στις προθέσεις τους. Μπορούμε όμως να συζητήσουμε ποια είναι αυτή η θέση και κατά πόσο μας βοηθάει να κατανοήσουμε και να αντιμετωπίσουμε το φαινόμενο της Χρυσής Αυγής.

Η θέση αυτή θα μπορούσε χωρίς απώλειες να συνοψιστεί ως εξής: «Κράτος και κεφάλαιο γεννούν το φασισμό».

Ο «Φασισμός ΑΕ» συναρθρώνει μια σειρά από λόγους, εικόνες αρχείου και σύγχρονες λήψεις, καθώς και κάποια μουσικά και θεατρικά στοιχεία, τα οποία υπηρετούν όλα την ανάδειξη ενός κεντρικού μηνύματος: ο φασισμός είναι αποκλειστικά προϊόν του καπιταλισμού. Παντού και πάντοτε σχεδιάστηκε και υλοποιήθηκε από τη μεγάλη αστική τάξη και τους βιομηχάνους, οι οποίοι ήθελαν να έχουν μια εφεδρεία για περιόδους κρίσης, όταν είχαν να περάσουν αντεργατικά μέτρα, και για να σπάνε τις απεργίες. Και απολύτως τίποτε άλλο.


Αυτό ισχύει τόσο για την Ιταλία και τη Γερμανία του 30, όσο και για την Ελλάδα της ίδιας περιόδου –και μέχρι και σήμερα. Η ταινία αφιερώνει πολύ χρόνο και ενέργεια να δείξει με λεπτομέρειες πώς οι βιομήχανοι της Γερμανίας, αλλά και άλλων χωρών, στήριζαν τον Χίτλερ και τον Μουσολίνι, και πώς οι τελευταίοι πάντοτε δήλωναν πίστη στον καπιταλισμό. Ενώ στο δεύτερο μέρος της, επαναλαμβάνει την ίδια προσπάθεια προκειμένου για τη Χρυσή Αυγή, (και τους «προγόνους» της τους ταγματασφαλίτες και τους μαυραγορίτες), επιμένοντας στο πώς αυτή ψήφισε όλα τα νομοσχέδια που ήταν ευνοϊκά για το μεγάλο κεφάλαιο κ.ο.κ.

Ασφαλώς αυτό, από άποψη πληροφόρησης, είναι πολύ χρήσιμο. Καθόλου δεν βλάπτει κάποτε να μιλάμε με ονόματα, να αναφέρουμε συγκεκριμένους ανθρώπους που έχουν κάποια διαδρομή, που έχουν πρόσωπο και ονοματεπώνυμο αντί να μιλάμε αφηρημένα για «κύκλους». Ωστόσο, ίσως εδώ να εξαντλούνται και τα χρήσιμα στοιχεία της ταινίας. Διότι κατά τα λοιπά, όταν επιλέγουμε αυτή την ερμηνευτική γραμμή, ο κίνδυνος της απλούστευσης και του αναγωγισμού δεν είναι πολύ μακριά. Ωραία, οι μεγαλοβιομήχανοι κινούν τα νήματα. Αυτοί που είναι στην άλλη άκρη του νήματος, γιατί κινούνται; Σε κανένα απολύτως σημείο της η ταινία δεν ασχολείται με το ερώτημα γιατί οι μάζες γοητεύονται από το φασισμό (παρά μόνο για να απαντήσει: «επειδή παρασύρονται από την προπαγάνδα των ΜΜΕ -που ανήκουν όλα στους βιομήχανους»).

Αναφέρεται κατ’ επανάληψη ότι οι Χίτλερ και Μουσολίνι δεν κατέλαβαν πραξικοπηματικά την εξουσία, αλλά υπερψηφίστηκαν και ακολουθήθηκαν από μαζικά κινήματα. Επίσης, αναφέρεται ότι η ΧΑ πήρε υψηλά ποσοστά το Μάιο του 12 και ακόμη ψηλότερα τον Ιούνιο. Κανείς όμως στην ταινία δεν φαίνεται να αναρωτιέται: για ποιο λόγο; Όσοι ψήφισαν αυτά τα κόμματα, πώς σκέφτονταν, τι επιθυμούσαν;

Το ερμηνευτικό σχήμα της ταινίας ώρες ώρες είναι σχεδόν πρωτόγονο: ακόμη και πριν τη δεκαετία του 60, και οι πιο παραδοσιακοί μαρξιστές, όταν κατηγορούνταν για οικονομικό ντετερμινισμό, προέβαλαν πάντοτε ως disclaimer τη γνωστή φράση του Ένγκελς ότι, γι’ αυτόν και για τον Μαρξ, η οικονομία είναι μεν καθοριστική, αλλά «μόνο σε τελευταία ανάλυση». Στον «Φασισμό ΑΕ», η οικονομία είναι καθοριστική όχι μόνο σε τελευταία, αλλά και σε πρώτη, και σε όλες τις ενδιάμεσες αναλύσεις. Είναι σχεδόν αμφίβολο αν μπορούμε να μιλάμε καν για καθορισμό. Διότι, προκειμένου να υπάρχει καθορισμός από την οικονομία, απαιτείται να υπάρχει και τουλάχιστον ένα στοιχείο εκτός της οικονομίας, το οποίο να υποστεί αυτόν τον καθορισμό. Στην ταινία όμως δεν φαίνεται να υπάρχει κανένα τέτοιο στοιχείο.

Ο αναγωγισμός όμως αυτός είναι αναγωγισμός εις την δευτέραν. Διότι το πρόβλημα δεν είναι μόνο ότι η ταινία ανάγει τα πάντα στην «οικονομία», αλλά και ότι, υπό τον όρο «οικονομία», ουσιαστικά δεν νοεί τίποτε άλλο παρά τη βιομηχανική παραγωγή και τις συγκρούσεις γύρω από τις συνθήκες εργασίας σε αυτήν.

Ό,τι ήταν η «οικονομία» στην Ιταλία και τη Γερμανία του 30, περίπου το ίδιο εμφανίζεται ότι ήταν και στην Ελλάδα της ίδιας περιόδου και, κυρίως, ότι είναι και σήμερα. Απλώς εκεί είχαμε τον Ανιέλι, τον Κρουπ, τον Ζήμενς, τον Βερνίκο, ενώ τώρα έχουμε τον Λάτση και τον Αλαφούζο. Πάντως ο «καπιταλισμός» εμφανίζεται ως μία ουσία που είναι πάντοτε ταυτόσημη με τον εαυτό της και πάντοτε κυοφορεί γραμμικά το φασισμό (ο οποίος επίσης είναι πάντοτε ταυτόσημος με τον εαυτό του).

Έτσι, όμως, παρακάμπτονται τελείως οι τεκτονικοί μετασχηματισμοί του καπιταλισμού που έχουν μεσολαβήσει στο μεταξύ, η χρηματιστικοποίηση, ο δανεισμός, τα παράγωγα κ.ο.κ.

Και, κατά μείζονα λόγο, προς μεγάλη έκπληξη του θεατή, παρακάμπτεται τελείως η διάσταση του ρατσισμού ως τεχνολογίας ιεράρχησης, επιλεκτικής ένταξης/ αποκλεισμού και, οριακά, εξόντωσης ανθρώπινων πληθυσμών. Ο Χατζηστεφάνου κατόρθωσε να κάνει μία ταινία μιάμισης ώρας για το φασισμό, στην οποία να μην αρθρώνεται ίσως ούτε μία φορά η λέξη «εθνικισμός» (παρά μόνο σε πλάνα από συγκεντρώσεις της ΧΑ, όπου την εκφωνούν οπαδοί της). Στο άγχος της να αποδείξει ότι το φασισμό τον επινοεί και τον προβάλει ο καπιταλισμός για να συντρίψει την εργατική τάξη, η ταινία ξεχνάει να αναρωτηθεί: και γιατί επινοεί ειδικά το ρατσισμό –δηλαδή τον φυλετισμό- και όχι κάτι άλλο; Ποια είναι η ιδιαιτερότητα του ρατσιστικού φαινομένου; Πρόκειται εδώ για μια απόρριψη όχι της «σχετικής αυτονομίας του ιδεολογικού/ πολιτικού», όπως λέγαμε παλιά, αλλά της ίδιας του της ύπαρξης ως διακριτού πεδίου από την «οικονομία» (ορισμένη με τον ήδη περιοριστικό τρόπο που ανέφερα).

Η ταινία αφιερώνει αρκετά λεπτά για να μας πληροφορήσει μέχρι και ποιοι εφοπλιστές παρέστησαν στο γάμο του Ρουφογάλη, αλλά δεν κάνει την παραμικρή μνεία στην εξόντωση των Εβραίων της Θεσσαλονίκης –μολονότι φτάνει μέχρι το σημείο να αναφερθεί και στην 3Ε. Ούτε καν η διάχυτη καταπάτηση και ιδιοποίηση των εβραϊκών κινητών και ακίνητων περιουσιών από εκατοντάδες, ίσως χιλιάδες ορθόδοξους χριστιανούς Θεσσαλονικείς από την επομένη σχεδόν της αναχώρησης των τραίνων για το Άουσβιτς κρίνεται άξια επισήμανσης. Γιατί άραγε; Αυτή δεν είναι μήπως οικονομικό στοιχείο; Είναι, αλλά η ταινία εννοεί να συνδέσει το φασισμό με τον ίδιο τον ΣΕΒ, όχι με μικρομεσαίους. Οτιδήποτε λιγότερο απ’ αυτό αποσπά την προσοχή από το μήνυμα και θολώνει την καθαρότητά του.

Αλλά ούτε και η εξόντωση των Εβραίων γενικά τυγχάνει της παραμικρής μνείας!!! Πραγματικά δεν ξέρω πώς να ερμηνεύσω το γεγονός ότι, σε μια ταινία για το φασισμό, δεν γίνεται ούτε μία αναφορά στα στρατόπεδα συγκέντρωσης! Ή μάλλον όχι, ψέματα: γίνεται μία αναφορά, από τον Γιώργο Μαργαρίτη. Ναι, αυτόν που πριν κάποια χρόνια είχε γράψει τους «Ανεπιθύμητους συμπατριώτες». Αυτός λοιπόν μιλάει για τα στρατόπεδα, μόνο και μόνο για να αρνηθεί και σε αυτά οποιαδήποτε αυτοτέλεια και να διαβεβαιώσει ότι, και εκεί, όλα γίνονταν «κατά βάθος» για οικονομικούς λόγους: οι Ναζί τα έστησαν μόνο και μόνο για να έχουν τζάμπα εργατικά χέρια.

Κατά τελείως ανάλογο τρόπο, από την αναφορά στην πρόσφατη άνοδο της ακροδεξιάς στην Ελλάδα είναι πλήρως απόντες οι μετανάστες. Κάποιος που βλέπει την ταινία δεν πληροφορείται αν στην Ελλάδα υπάρχει μετανάστευση ή αν διεξάγονται αγώνες γύρω από αυτήν.

Υπό τις συνθήκες αυτές, ο αναγνώστης θα φαντάστηκε ήδη ότι θα ήταν πολυτέλεια να αναμένουμε κάποια νύξη για την έμφυλη διάσταση του ακροδεξιού φαινομένου, για το μισογυνισμό και την ομοφοβία που αποτελεί βασική συγκολλητική ύλη της χρυσαυγίτικης κοινωνικότητας.

Η θεμελιωδώς δυιστική αφήγηση του «Φασισμού ΑΕ», σκιαγραφεί συστηματικά ένα τοπίο όπου ντόπιοι λευκοί άντρες μονομαχούν με ντόπιους λευκούς άντρες και προσπαθούν να τους συντρίψουν. Και θα τα καταφέρουν, εκτός αν οι δεύτεροι αφυπνιστούν και προλάβουν να συντρίψουν εκείνοι τους πρώτους. Για να γίνει αυτό, πρέπει να αποκτήσουν την κατάλληλη συνείδηση, η οποία δεν μπορεί παρά να τους έλθει εκ των έξω. Κατά τον ίδιο τρόπο που, με ένα είδος αντεστραμμένου λενινισμού, η μέχρι τώρα φασιστική συνείδηση έρχεται στις μάζες επίσης απ’ έξω. Σε κάθε περίπτωση, έσχατη αλήθεια της μονομαχίας αυτής είναι η οικονομία.

Η μόνη ρωγμή σε αυτό τον φαύλο κύκλο που αυτοδικαιώνεται, είναι μία κουβέντα του Σπύρου Μαρκέτου. Σε ένα σημείο, ο Μαρκέτος εφιστά την προσοχή στο ότι «ο φασισμός είναι κίνημα, και τα κινήματα δεν ελέγχονται κατά βούληση· άπαξ και ξεκινήσουν, μετά είναι δύσκολο να τα σταματήσεις».

Η επισήμανση αυτή είναι διφορούμενη. Έτσι όπως εισάγεται στο συγκείμενο της ταινίας, χρωματίζεται μάλλον ηθικολογικά, ως ένας κώδωνας κινδύνου («εμπρός λοιπόν να τον σταματήσουμε όσο είναι καιρός»). Εφόσον τίθεται, όμως, και ακούγεται, είναι δυνατό να γεννήσει στον θεατή το ερώτημα: αφού είναι δύσκολο να ελεγχθεί το σταμάτημα του φασισμού, γιατί να δεχθούμε ότι είναι εύκολο να ελεγχθεί το ξεκίνημά του; Τι αλλάζει; Τελικά, μήπως και η ίδια η αρχική εμφάνιση και ανάπτυξη των ακροδεξιών και ρατσιστικών ιδεολογιών οφείλονται σε πιο πολύπλοκα και ενδεχομενικά αίτια, και όχι στη μονοδιάστατη, παντοδύναμη και πάντοτε προβλέψιμη δράση του «καπιταλισμού» ή της «οικονομίας»;

Το ερώτημα αυτό δεν απαντάται στην ταινία. Δεν τίθεται καν, τουλάχιστον ρητά. Γεννιέται όμως. Και οι θεατές μπορούν να το κρατήσουν και, ενδεχομένως, να προσπαθήσουν να συγκροτήσουν τις δικές τους υποθέσεις και αφηγήσεις εκτός πεδίου, στις σιωπές της ταινίας, μετά το τέλος της, ή και πριν την αρχή της.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου


ΑΛΛΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ